εκτριβή

εκτριβή
ἐκτριβή, η (AM)
1. έκτριψη
2. βίαιη τριβή
3. καταστροφή, όλεθρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐκτριβή — destruction fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτριβῇ — ἐκτρίβω rub out aor subj pass 3rd sg ἐκτριβή destruction fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτρίβῃ — ἐκτρί̱βῃ , ἐκτρίβω rub out pres subj mp 2nd sg ἐκτρί̱βῃ , ἐκτρίβω rub out pres ind mp 2nd sg ἐκτρί̱βῃ , ἐκτρίβω rub out pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτριβαί — ἐκτριβή destruction fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτριβῆς — ἐκτριβή destruction fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτριβήν — ἐκτριβή destruction fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • потребление — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ἐκτριβή) вытирание, истребление.  … …   Словарь церковнославянского языка

  • δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… …   Dictionary of Greek

  • ἐκτριβῇς — ἐκτρίβω rub out aor subj pass 2nd sg ἐκτριβή destruction fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”